DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
kelk m
industr., construct. αμπαζούρ σχήματος τουλίπας; καταυγαστήρας σχήματος τουλίπας
industr., construct., met. μασούρι προφόρμας; κύπελλο; ποτήρι με πόδι
nat.sc. κάλυκας