DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
keerschot n
chem. κεκαμμένα πτερύγια; ανακλαστήρας
earth.sc., mech.eng. εκτροπέας
mech.eng. πλάκα απόκλισης; πλαγιαστό χώρισμα