DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
kasbon adj.
fin. ταμιακή απόδειξη; ομόλογα
labor.org., account. αποδεικτικό καταθέσεως; πιστοποιητικό καταθέσεως
market., fin. ταμειακό γραμμάτιο
kasbon
: 1 phrase in 1 subject
Finances1