DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
kardeel n
fish.farm. έμβολο σχοινιού; έμπουλο; κλώνος; συρμάτινο έμβολο; συρμάτινο έμπουλο; συρμάτινος κλώνος; έμβολο; δευτερεύον έμβολο
transp., industr., construct. έμβολο ρύμας; έμπουλο σχοινιού