DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
kar v
transp. δίτροχο κάρο; καρότσι; τετράτροχο
transp., agric. κάρο
karnen v
agric. κτυπώ το γάλα προς βουτυροποίηση
food.ind. "δουρβάνισμα"; απόδαρση
kart v
hobby γκόου-καρτ
kardoen v
nat.res. αγριαγκινάρα (Cynara cardunculus)
karst adj.
environ. καρστικός; καρστικός σχηματισμός
kar
: 8 phrases in 2 subjects
Agriculture6
Transport2