DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
kantrechten adj.
industr., construct. τραχύ κόψιμο; αποπαρύφωση; πριόνισμα του πυρήνα; τετραγωνισμός; επεξεργάζομαι; περικόπτω; τετραγωνίζω; τραχεία αποπαρύφωση
transp. ξεφάρδισμα; τετραγώνισμα
kantrechten
: 1 phrase in 1 subject
Construction1