DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
kajuitskap m
agric. κάλυμμα καθόδου; κανθήλιο; κουβούσι καθόδουκν.
transp. κάλυμμα στομίου κύτους; καθέκτης καθόδου καταστρώματος