DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
kabelklem v
agric. σφιγκτήρας συρματοσχοίνων
earth.sc., el. συνδετήρας ανακούφισης τάσης; σφιγκτήρας συρματοσχοίνου; τεντωτήρας καλωδίου
el. κλέμμα; περιλαίμιο δέσμης καλωδίων; σύνδεσμος καλωδίου; κολάρο καλωδίου
mech.eng. σφιγκτήρας καλωδίων; σφικτήρας συρματοσχοίνων; κώνος πρόσδεσης συρματόσχοινου
mech.eng., construct. σιαγώνες συγκρατήσεως συρματοσχοίνου