Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Danish
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Italian
Portuguese
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
kabelklem
v
agric.
σφιγκτήρας συρματοσχοίνων
earth.sc., el.
συνδετήρας ανακούφισης τάσης
;
σφιγκτήρας συρματοσχοίνου
;
τεντωτήρας καλωδίου
el.
κλέμμα
;
περιλαίμιο δέσμης καλωδίων
;
σύνδεσμος καλωδίου
;
κολάρο καλωδίου
mech.eng.
σφιγκτήρας καλωδίων
;
σφικτήρας συρματοσχοίνων
;
κώνος πρόσδεσης συρματόσχοινου
mech.eng., construct.
σιαγώνες συγκρατήσεως συρματοσχοίνου
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips