DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
intumescens n
med. διογκωμένος; εξοιδημένος; πρησμένος
intumescentia n
med. διόγκωση; εξοίδηση; όγκωμα
intumescens
: 1 phrase in 1 subject
Medical1