DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
inspannen v
agric. ζεύω; ζεύγνυμι
industr., construct., chem. σφίγκω; συγκρατώ
mech.eng. μοντάρω πάνω στην τράπεζα εργασίας; στερεώνω πάνω στην τράπεζα εργασίας