DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
inschakeltijd adj.
gen. χρόνος μετάβασης σε κατάσταση αγωγής
earth.sc., mech.eng. χρόνος λειτουργίας
el. χρόνος έναυσης; χρόνος αποκρίσεως συνδέσεως ή συζεύξεως; χρόνος κλεισίματος; χρόνος απόκρισης; χρόνος σύνδεσης; χρόνος εκκίνησης; χρόνος υστέρησης εκκίνησης; χρόνος διέγερσης
mech.eng. διάρκεια ενεργοποιήσεως
inschakeltijd
: 3 phrases in 3 subjects
Communications1
Earth sciences1
Mechanic engineering1