DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
inkrimping f
econ. περίοδος κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας
econ., fin. συρρίκνωση της παρουσίας στην αγορά
el. μείωση του ποσοστού χρησιμοποιήσιμων διατάξεων
empl. μείωση του προσωπικού
met., construct. συρρίκνωση
inkrimping
: 5 phrases in 3 subjects
Labor law3
Law1
Medical1