DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
inkapseling f
gen. περικαλύμματα
chem. Συσκευασία σε καψούλες
el. Ταµείο Προστατευτικού Καλύµµατος
environ. ενθυλάκωση; εγκλεισμός; εγκύστωση; ενθήκευση; καψυλίωση; ενθυλάκωση/ενθήκευση/εγκύστωση/καψυλίωση/εγκλεισμός
IT, el. κάλυμμα ρύθμισης
med. εγκύστωσις; ενθυλάκωσις
inkapseling
: 2 phrases in 2 subjects
Chemistry1
Medical1