DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
inkapselend v
el. ενθυλακωτικός
inkapselen v
chem. στεγανός εγκλωβισμός
energ.ind., nucl.phys. ενσωμάτωση σε περίβλημα
environ. ενθυλάκωση/ενθήκευση/εγκύστωση/καψυλίωση/εγκλεισμός
met., el. καλύπτρα
inkapselend
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1