DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
inham m
gen. πολύ μικρός κόλπος
earth.sc., geogr. είσοδος; πόρος
environ. ορμίσκος; κολπίσκος/ρυάκι
inham
: 3 phrases in 1 subject
Metallurgy3