DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
ingeschakelde toestand
commun. κατάσταση "με τροφοδοσία"; κατάσταση υπό τάση
transp., industr. θέση ενεργοποίησης
transp., mil., grnd.forc. ενεργοποίηση