DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
industriehout n
agric., industr., construct. ξύλα πριονισμένα δια βιομηχανικήν χρήσιν
construct., wood. κατασκευαστική ξυλεία; ξυλεία κατασκευών
industriehout
: 1 phrase in 1 subject
Wood processing1