DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
inductiespoel adj.
earth.sc. επαγωγέας
earth.sc., transp. μαγνητικό πηνίο γραμμής
el. στραγγαλιστικό πηνίο; πηνίο αυτεπαγωγής; πηνίο
mech.eng., el. επαγωγικό πηνίο
inductiespoel
: 2 phrases in 2 subjects
Earth sciences1
Physical sciences1