DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
inductieklos m
el. επισώρευση μαγνητικών λαμαρινών; επαγωγέας; πηνίο; πηνίο αυτεπαγωγής; στραγγαλιστικό πηνίο; επαγωγικό πηνίο