DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
indringing f
environ. διείσδυση; διαπότιση; διήθηση; διείσδυση/διαπότιση/διήθηση
med. προεκβολή προς τα έσω; εισοχή
indringing
: 2 phrases in 2 subjects
Earth sciences1
Life sciences1