DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
inschakelen v
comp., MS ενεργοποιώ
el. ζεύξη; κλείσιμο; θέση σε λειτουργία; κλείσιμο κυκλώματος; σύνδεση
IT, el. ενεργοποίηση
mech.eng., el. άναμα; εκκίνηση; κλείσιμο διακόπτη
inleggen v
commun. εισαγωγή κασέτας; αφήνω περιθώρια; παρασελιδόνω; τοποθέτηση στην κάσσα στοιχείων
industr., construct., chem. Φόρτωση γαλαρίας
industr., construct., met. τροφοδότηση φούρνου; τροφοδοτώ κλίβανον
instellen v
IT θέτω
mech.eng. επιλογή; τοποθετώ; πλησιάζω; ρυθμίζω
transp., mech.eng. να ενεργοποιηθεί; να οπλισθεί
inspannen v
agric. ζεύω; ζεύγνυμι
invoeren v
comp., MS εισάγω
inspannen v
industr., construct., chem. σφίγκω; συγκρατώ
invoeren v
industr., construct., met. τροφοδότηση φούρνου; τροφοδοτώ κλίβανον; φότσωση; τακτοποίηση γαλαρίας
inspannen v
mech.eng. μοντάρω πάνω στην τράπεζα εργασίας; στερεώνω πάνω στην τράπεζα εργασίας
invoeren v
work.fl., IT είσοδος αποθήκης
inschrijven v
gen. καταθέτω προσφορά; υποβάλλω προσφορά
inzetten v
comp., MS ανάπτυξη
inlopen v
earth.sc., mech.eng. χρόνος εκκίνησης; ανεπιθύμητη επαφή
inschrijven v
fin. αποδέχομαι αγορά μετοχών
insmeren v
health., anim.husb. λήψη επιχρίσματος
inzetten v
industr., construct. συνένωση άκρων με πτύχωση
industr., construct., chem. τοποθέτηση σε πυροδοχείο
inlopen v
industr., construct., met. αύξηση πάχουςυαλοπίνακα
inschrijven v
IT επαναφέρω
insmeren v
met. σπατουλάρω; επικαλύπτω; επιστρώνω; επιχρίω
inzetten v
met. ενανθράκωση
met., el. τροφοδότηση
inschrijven v
transp. εγγράφω
inlopen v
transp. προσεγγίζω
transp., polit., agric. στρώσιμο
intrekken v
gen. καθοδικό κύμα
inbinden v
gen. βιβλιοδεσία
commun. καλύπτω βιβλίο
insteken v
commun. εισάγω; ενθέτω; παρεμβάλλω
intrekken v
commun., IT ανασύρω; εισέλκω
law καταργώ
inbinden v
mater.sc. συνδέω; συναρμολογώ
insteken v
met., mech.eng. ακτινική τόρνευση εγκοπών
inmaken v
agric. συντηρεί
ingraven v
agric. πιάνω καλά; μαγκώνω
invullen v
comp., MS συμπλήρωση; συμπληρώνω
ingeschakeld v
earth.sc., el. αναμμένο; εντός; συνδεδεμένο
inslaan v
industr., construct. δίωξη σαΐτας; περνώ υφάδι
IT, dat.proc. Επαναφορά στο πρσκήνιο
inmaken v
med. κονσερβοποιώ; διατηρώ
indelen v
patents. ταξινομώ; κατατάσσω σε κατηγορία
stat. στρωματοποιώ
work.fl., IT διευθέτηση
ingesloten v
gen. μεσόγειος ; περίκλειστος
inrijden v
gen. εισαγωγή
invoegen v
commun., transp. είσοδος σε ένα κυκλοφοριακό ρεύμα
inrichten v
comp., MS προμηθεύω; προμήθεια
invoegen v
comp., MS εισαγωγή
instorten v
construct. υποσκαφή
inlijsten v
cultur. κορνιζάρω; πλαισιώνω
inkomen v
econ. εισόδημα
environ. έσοδο
indragen v
industr., construct., met. τακτοποίηση γαλαρίας; φότσωση
ingesloten v
life.sc., transp. στριμωγμένο
instorten v
mater.sc., met. καταρρέω
inhalen v
transp. προσπερνώ; προσπέρασμα
indrukken v
transp. παραμορφώνω; βουλιάζω
ingezet v
transp., mater.sc. σφιγμένο; σφιγμένο με παραμόρφωση
inrijden v
transp., polit., agric. στρώσιμο
indrijven v
gen. λιθοκόλληση
ingevoegd v
commun. παρεμβαλλόμενο
insluitend v
comp., MS καθηλωτικός
insluiten v
comp., MS ενσωματώνω
ingestort v
ed., construct. ενσωματωμένος
"in" v
fin. συμμετέχουσα χώρα
inkopen v
fin. εξαγοράζω
ingerekend v
fin. προεξοφλημένος
inhouden v
insur. προβαίνω σε μία παρακράτηση
ingestoken v
IT εμβυσματωμένος
innemen v
med. πρόσληψη τροφής,υγρού ή φαρμάκου
ingeven v
med., health., anim.husb. διοίκηση
instappen v
transp., avia. επιβίβαση
in serie
: 20 phrases in 9 subjects
Agriculture4
Chemistry1
Communications5
Construction2
Electronics1
Industry1
Information technology3
Metallurgy1
Transport2