DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
huurovereenkomst adj.
econ. μισθωτήριο
environ. εκμίσθωση/μισθωτήριο/σταύρωση
fin., industr. σύμβαση μίσθωσης
insur., transp. σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης
market. μισθωτήριο συμβόλαιο ακινήτου
huurovereenkomst
: 2 phrases in 2 subjects
Finances1
Law1