DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
hulpstof f
gen. πρόσθετη ουσία; πρόσθετα; πρόσθετες ύλες
agric., chem. βοηθητική ουσία; επίκουρον; επικουρική ουσία; επικουρικό; προσθετικαί ουσίαι; προσθετικόν
chem. μέσο παράσυρσης
environ. ενισχυτικό
industr. αναλώσιμο υλικό
hulpstoffen f
chem. βοηθητικές παροχές
market. προμήθειες αναλώσιμων
hulpstof
: 13 phrases in 8 subjects
Agriculture2
Business1
Chemistry2
Construction1
Food industry1
Health care2
Industry1
Marketing3