DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
hoogwerker adj.
industr. ανυψωτική εξέδρα; εναέρια εξέδρα
mech.eng. μηχανικό τροχοφόρο με ανυψωτική πλατφόρμα
transp. αυτοκίνητο με ανυψούμενη πλατφόρμα
transp., el. βαγόνι με σκαλωσιές
transp., mater.sc. εξέδρα εργασίας