DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
hoofdschakelaar adj.
gen. κύριος διακόπτης
earth.sc., el. επιλογέας κεντρικού ελέγχου; γενικός διακόπτης; γενική διακοπή
el. κεντρικός διακόπτης συσσωρευτή
mech.eng. διακόπτης κύριος
mech.eng., el. διακόπτης αποκοπής
met., el. διακόπτης ισχύος
hoofdschakelaar
: 1 phrase in 1 subject
Energy industry1