DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
hol n
agric. αδύνατος; ισχνός
construct. εγκοπή; εντορμία
environ. σπήλαιο; υπόγειο σπήλαιο/άντρο
industr., construct. αυλάκι; αυλακιά; κανάλι
med. κοιλότητα
holgetrokken v
industr., construct. εγκάρσια στρέβλωση; καμπούρα κατά πλάτος
hol
: 17 phrases in 11 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Coal1
Economy3
Electronics2
Industry2
Mathematics1
Mechanic engineering3
Medical1
Nuclear physics1
Transport1