| |||
όχληση | |||
ενόχληση; παρενόχληση; βαθµός ηχητικής ενόχλησης; όχληση/ενόχληση/παρενόχληση | |||
δυσχρησία; παρακώλυση χρήσης | |||
| |||
ηλεκτρονικó αντίμετρo |
hinder : 10 phrases in 6 subjects |
Environment | 2 |
General | 1 |
Health care | 2 |
Labor law | 3 |
Mechanic engineering | 1 |
Transport | 1 |