DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
hefbrug f
construct. γέφυρα ανυψούμενη κατακόρυφα; κατακορύφως αιρόμενη γέφυρα
industr. εξέδρα ανύψωσης
mech.eng. αυτόματος ανελκυστήρας; αυτόματος ανυψωτήρας
transp. γέφυρα με ανυψούμενο άνοιγμα