DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
adjective | adjective
hedge adj.
fin. μετατροπή
hedgen adj.
fin. πράξη κάλυψης; κάλυψη κινδύνου υποτίμησης
hedger adj.
fin. συντηρητικοί συναλλασόμενοι