DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
haschisch adj.
social.sc., health. ταλμίρα; μαύρη; νταμίρα; ρητίνη καννάβεως; ρητίνη κανναβιού; ρητίνη της κάνναβης; χόρτο; χασίς
haschisch
: 1 phrase in 1 subject
Medical1