DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
hardingsmiddel n
chem. σκληρυντής; σκληρυντικό πρόσθετο
environ. σκληρυντικό
industr., construct. σκληρυντικό προϊόν
met. περιβάλλον απότομης ψύξης
hardingsmiddel
: 1 phrase in 1 subject
Chemistry1