DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
handhaving adj.
environ. επιβολή; αναγκαστική εκτέλεση; εφαρμογή; συμμόρφωση
law, environ. επιβολή/αναγκαστική εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή; αvαγκαστική εκτέλεση
handhavingvan overeenkomsten adj.
law διατήρησησυμφωνιών
handhaving
: 28 phrases in 10 subjects
Agriculture1
Communications2
Economy3
Environment4
Finances2
General1
Insurance1
Law12
Marketing1
Transport1