DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
handarbeider n
econ. χειρώνακτες
empl. εργάτης
lab.law., industr. χειρώνακτας; αμειβόμενος με ημερομίσθιο
handarbeider
: 3 phrases in 3 subjects
Insurance1
Labor law1
Law1