Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Danish
English
Finnish
French
German
Greek
Italian
Japanese
Portuguese
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
hakker
m
commun.
διαμορφωτής
;
μετατροπέας σημάτων συνεχούς σε σήματα εναλλασσομένου ρεύματος
;
τσόπερ
m
;
κατακόπτης
m
;
μετατροπέας σήματος συνεχούς ρεύματος σε παλμικό σήμα εναλλασσομένου ρεύματος
el.
τρανζίστορ δειγματοληψίας
;
κατατμητής
;
κρυσταλλοτρίοδος χρονικού τεμαχισμού
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips