DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
haaien
 haaien
nat.res. fish.farm. καρχαρίες
| en
 EN
comp., MS λογικό ΚΑΙ
 en
IT dat.proc. εν
 enen
med. αραιώνω; καθαρίζω
 enten
agric. προσθήκη αζωτοβακτηρίων; μεταμόσχευση; μπόλια
commun. met. εμβολιασμός
| doornhaaien
 doornhaaien
nat.res. fish.farm. καρχαρίες
- only individual words found

haaien v
nat.res., fish.farm. καρχαρίες (Squalidae)