DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
grondwerk n
el., construct. χωματουργικά έργα
industr. επίχωμα
nat.sc., agric. σκαπτικές εργασίες; ανασκαφές
transp., chem. χωματουργικές εργασίες; χωματουργία; χωματουργικά
transp., construct. εκχωμάτωση
grondwerk
: 8 phrases in 4 subjects
Construction2
Information technology1
Labor law1
Transport4