DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
grondverven v
chem. αστάρωμα
grondverf v
chem. αστάρι; βασική στρώση χρώματος
industr., construct. σκληρό αστάρι; αρχικό επίστρωμα
industr., construct., met. τριμμένο χρώμα
grondverven
: 2 phrases in 2 subjects
Chemistry1
Industry1