DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
grondsoort f
econ. είδος εδάφους
environ. τύπος εδάφους
environ., agric. χώμα; έδαφος
life.sc., agric. υφή του εδάφους; εδαφικός τύπος; μηχανική σύσταση του εδάφους