DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
groene gang
environ. "πράσινος " διάδρομος; δίοδος; λωρίδα
groene doorgang
mun.plan., environ., nat.res. πράσινος -η διάδρομος/δίοδος/λωρίδα; πράσινος "" διάδρομος/δίοδος/λωρίδα"