DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb
grit n
agric. ορνιθοτροφικό χαλίκι
industr., construct. ακαθαρσίες
met. σκάγια; σφαιρίδια; λειαντικό μέσο
gritstralen v
met. κάνω μεταλλοβολή; μεταλλοβολή; αμμοβολή; καθαρισμός επιφάνειας με βολή γωνιωδών κόκκων χάλυβα; καθαρισμός επιφάνειας με εκτόξευση γωνιωδών κόκκων χάλυβα