DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
grind n
gen. κροκάλα
agric. χονδροκομμένο άλευρο
environ. λατύπη; αμμοχάλικο m; χαλίκι; ψαμμίαση; λατύπη/χαλίκι/αμμοχάλικο/ψαμμίαση
life.sc. χάλικες
grind
: 18 phrases in 6 subjects
Construction3
Earth sciences3
Environment1
General1
Life sciences2
Transport8