DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
graven v
environ. ορυχείο/μεταλλείο/νάρκη
groef v
industr., construct. αυλάκι στη σόλα; λούκι στη σόλα; εσοχή; σανίδες που έχουν ενωθεί μεταξύ τους μέσω γκινισιάς; γλυφή; χαρακιά
mech.eng. αυλάκωση; αύλακα; λαιμός
tech. δόντι ?
transp. αυλάκι; αύλακας; εγκοπή; εντομή; εντορμία; πατούρα; ράβδωση; διάκενο; αυλάκωση πέλματος
transp., construct. εγκοπή αναρτήσεως; γκοπή
transp., mech.eng. αυλακώσεις; σφηνόδρομοι
groeven v
construct. δημιουργία αυλακώσεων
industr., construct. αυλάκωση; λούκι
transp., industr., construct. αυλακώνω
graven
: 101 phrase in 18 subjects
Agriculture6
Chemistry2
Coal1
Construction2
Earth sciences4
Electronics8
Finances1
General1
Health care1
Industry26
Information technology7
Leather4
Mechanic engineering17
Medical7
Metallurgy5
Natural sciences1
Statistics2
Transport6