| |||
νομή; χορτονομή; χόρτο | |||
χορτολιβαδική έκταση | |||
χορτόφυτη έκταση | |||
βοσκότοπος; λειμώνας; λιβάδι; χορτοποο-λιβαδική έκταση/λιβάδι/βοσκότοπος/λειμώνας; χορτοποο-λιβαδική έκταση/λιβάδι/βοσκότοπος/λειμώνας; βοσκότοπος/βοσκή | |||
| |||
λειμώνιος; λιβαδικός |
grasland : 35 phrases in 4 subjects |
Agriculture | 17 |
Earth sciences | 3 |
Environment | 4 |
Natural sciences | 11 |