DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
grasland n
agric. νομή; χορτονομή; χόρτο
earth.sc. χορτολιβαδική έκταση
econ. χορτόφυτη έκταση
environ. βοσκότοπος; λειμώνας; λιβάδι; χορτοποο-λιβαδική έκταση/λιβάδι/βοσκότοπος/λειμώνας; χορτοποο-λιβαδική έκταση/λιβάδι/βοσκότοπος/λειμώνας; βοσκότοπος/βοσκή
grasland- n
gen. λειμώνιος; λιβαδικός
grasland
: 35 phrases in 4 subjects
Agriculture17
Earth sciences3
Environment4
Natural sciences11