DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
glazuur n
chem. συλλίπασμα; τακερό; σμάλτο; βερνίκι
chem., construct. μίγμα στιλπνώσεως οπτοπλίνθων
el. εφυάλωμα
industr., construct., chem. Σμάλτο διαφανές
IT, el. επι-υάλωση
transp. υάλωμα
glazuur
: 19 phrases in 4 subjects
Chemistry13
Industry3
Information technology1
Materials science2