DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
glazuren v
chem. σμάλτωμα
environ. υαλόπαγος/εφυάλωση/στιλπνότητα/διαφανές χρώμα
industr., construct., met. γυαλώνω; εφυάλωμα
glazuren
: 10 phrases in 1 subject
Chemistry10