Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Danish
English
Finnish
French
German
Greek
Irish
Italian
Japanese
Portuguese
Russian
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
glans
v
chem.
στίλβωμα
;
λειασμένο
;
λούστρο
earth.sc., chem.
ανταύγεια
earth.sc., el.
λάμψη
environ.
υαλόπαγος/εφυάλωση/στιλπνότητα/διαφανές χρώμα
industr., construct.
γυαλάδα υφάσματος
;
γυαλάδα
;
στιλπνότητα
industr., construct., chem.
διάχυση του φωτός
industr., construct., met.
γυάλισμα επιφανείας
med.
βάλανος του πέους
;
βάλανος
met.
λαμπρότητα
glanzen
v
chem., construct.
λουστράρισμα
;
στίλβωση
met.
στίλβωμα
;
στόμωση
tech., industr., construct.
γλασάρισμα
;
σατινάρισμα
;
στίλβωση χάρτου
doen
glanzen
v
environ.
υαλόπαγος/εφυάλωση/στιλπνότητα/διαφανές χρώμα
glans
:
21 phrases
in 6 subjects
Agriculture
2
Chemistry
4
Cultural studies
2
Industry
9
Medical
3
Metallurgy
1
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips