DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
gilling m
agric. αψίδα πρύμνης; κουτάλακν.; προεξέχον τμήμα της πρύμνης πάνω από το ποδόστημα
transp., nautic. ορθοστάτης παραπέτου; ορθοστάτης δρύφρακτου