DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
gieten n
met. αποχύτευση
goot v
construct. κοίλωμα υδρορροής; τριγωνική τάφρος; υδρορρόη στέγης
industr., construct., met. κανάλι γυαλιού; κουτάλα; οδηγός στάγματος; απαγωγός; αυλάκι
mech.eng. συλλέκτης αποστράγγισης; υδρορροή; οχετός αποστράγγισης
met. αυλάκι εκκένωσης
met., el. στόμιο εκροής
transp. κανάλι; σταθερή στήριγγα; σταθερό υπογάστριο
transp., mil., grnd.forc., construct. ρείθρο
gieten v
chem. χύτευση σε καλούπι
chem., met. βαφή με κουρτίνα
met. χύτευση
aangieten v
chem. χύτευση
met. έναρξη χύτευσης
gieten in
: 17 phrases in 5 subjects
Agriculture4
Chemistry3
Electronics3
General1
Metallurgy6