DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
getrokken staven
met. ράβδοι όλκησης
getrokken staaf
construct. ελκυόμενη ράβδος; ράβδος σε εφελκυσμό; στοιχείο υπό εφελκυσμό
industr., construct., chem. Pάβδος ελκυστή
getrokken staven
: 2 phrases in 1 subject
Metallurgy2